σαββατικός

σαββατικός
-ή, -ό / σαββατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Σάββατον]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος
2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» — κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως
β) «σαββατικός μην» — ο έβδομος μήνας τού οποίου η πρώτη μέρα ήταν Σάββατο και αργία
γ) «σαββατική οδός» — η οδός που επιτρεπόταν να βαδίσουν κατά την ημέρα τού Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την πόλη
αρχ.
φρ. «σαββατικὸς πόθος» — αγάπη για Ιουδαίο ή για Ιουδαία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σαββατικός — for a Jew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαββατικός — ή, ό 1. σαββατιάτικος. 2. αυτός που έρχεται έβδομος στη σειρά των ετών ή των μηνών: Σαββατικό έτος. – Σαββατικός μήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαββατικόν — Σαββατικός for a Jew masc acc sg Σαββατικός for a Jew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικαῖς — Σαββατικός for a Jew fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικοῦ — Σαββατικός for a Jew masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικούς — Σαββατικός for a Jew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικῆς — Σαββατικός for a Jew fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικήν — Σαββατικός for a Jew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαββατιαίος — α, ο, Ν σαββατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. ιαίος* (πρβλ. μην ιαίος). Η λ., στο θηλ. σαββατιαία (επιθεώρησις), μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”